ἰσομοιρίη

ἰσομοιρίη
ἰσομοιρία
equal share
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ισομοιρία — η (Α ἰσομοιρία, ιων. τ. ἰσομοιρίη) [ισόμοιρος] ίσο μερίδιο, ίσα συμμετοχή σε κάτι («ἰσομοιρία τῶν κακῶν», Θουκ.) αρχ. 1. ισονομία, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων 2. (για κλίμα) ευκρασία 3. αστρολ. ίση επίδραση σε αντιστοιχία με άλλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”